- τερματίζω
- ΝΜΑ [τέρμα, -ατος]1. θέτω τέρμα σε κάτι (α. «τερμάτισε την προσπάθειά του» β. «τερματίζοντα τὴν κυκλικὴν αποκατάστασιν», Επιφάν.)2. (το μέσ.) τερματίζομαιλήγω, καταλήγω, τελειώνω (α. «σήμερα τερματίζονται οι εργασίες τής διάσκεψης» β. «ἐπὶ τὰ ἄνω χωρεῑν καὶ ἐκεῑ τερματίζεσθαι», Γαλ.)νεοελλ.1. (αμτβ.) (κυρίως σε αγώνα ταχύτητας ή αντοχής) φθάνω στο τέρμα («τερμάτισε πρώτος»)2. μτφ. α) σταματώ, διακόπτω («τερμάτισαν τις συνομιλίες λόγω νέων διαφωνιών που προέκυψαν»)β) φέρω εις πέρας, ολοκληρώνωμσν.(αμτβ.) έχω ως όριο, περατώνομαι («ἀρχήν μὲν ἔχον [τὸ θέμα] ἀπὸ τῆς Μηροῡ, τερματίζον δὲ μέχρι τῶν ὁρίων Ἰσαυρίας», Κ. Πορφ.)αρχ.1. θέτω όρια, ορίζω («Κῡνος δ' ἐστὶ τὸ ἐπίνειον, ἄκρα τερματίζουσα τὸν Ὀπούντιον κόλπον», Στράβ.)2. μέσ. θέτω τέρμα για χάρη τού εαυτού μου.
Dictionary of Greek. 2013.